κοινοφιλης

κοινοφιλης
    κοινοφιλής
    κοινο-φῐλής
    2
    питающий взаимную любовь
    

(κοινοφιλεῖ διανοία Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κοινοφιλης" в других словарях:

  • κοινοφιλής — κοινοφιλής, ές (Α) αυτός που αγαπά κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + φιλής (< φιλῶ, βλ. λ. δημοφιλής), πρβλ. θεο φιλής, λαο φιλής] …   Dictionary of Greek

  • κοινοφιλεῖ — κοινοφιλής with common affection masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κοινοφιλής with common affection masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»